- πολυμεθυλοπεντένιο
- το, Νχημ. μακρομοριακή οργανική ένωση, προϊόν πολυμερισμού τού 4-μεθυλο-1-πεντενίου, που χαρακτηρίζεται από μικρό σχετικά ειδικό βάρος, από μεγάλη διαφάνεια, διατηρεί σε ικανοποιητικό βαθμό τη μηχανική του σταθερότητα σε θερμοκρασίες μέχρι τους 250°C, παρουσιάζει εξαιρετικές ηλεκτρικές ιδιότητες και χρησιμοποιείται για την κατασκευή αντικειμένων εργαστηριακού και νοσοκομειακού εξοπλισμού.
Dictionary of Greek. 2013.